top banner 03

book sample2

diathesima2

 

Οι διαθέσιμες πληροφορίες και στοιχεία για το υλικό κατασκευής των χορδών των μουσικών οργάνων στην αρχαιότητα, στοιχειοθετούν ότι στην Ανατολική Ασία χρησιμοποιείται κύρια το μετάξι, ενώ στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή το έντερο. Στη Μεσαιωνική Ευρώπη κυριαρχούν οι εντέρινες χορδές, οι οποίες προτιμούνται ιδιαίτερα στα τοξωτά χορδόφωνα για το γλυκό και πλούσιο ήχο τους.

Οι πρώτες μεταλλικές χορδές καταγράφονται τον 13ο αιώνα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Τον 17ο αιώνα χρησιμοποιείται για πρώτη φορά η περιέλιξη εντέρινων χορδών με ψιλό ασημένιο σύρμα, για να αυξηθεί το βάρος της χορδής ανά μονάδα μήκους και να επιτευχθεί η παραγωγή ήχου χαμηλών συχνοτήτων με χορδές σχετικά υψηλής τάσης. Ήδη παράγονται και χορδές με συμπαγή ατσάλινο πυρήνα και συρμάτινη περιέλιξη.

Περίπου το 1930 αρχίζει να εφαρμόζεται στις ΗΠΑ η περιέλιξη του ατσάλινου πυρήνα των χορδών με λεπτό έλασμα αντί για σύρμα, επιτυγχάνοντας στιλπνή επίπεδη επιφάνεια. Τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζονται οι συνθετικές χορδές, με πυρήνα από δέσμη εκατοντάδων πλαστικών νημάτων από περλόν ή κεβλάρ, πάντα με περιέλιξη από σύρμα ή έλασμα. Έχουν προηγηθεί οι χορδές με πολύκλωνο πυρήνα 7 ή 19 λεπτών ατσάλινων ράβδων.

Σε ότι αφορά στα τοξωτά χορδόφωνα, το ζητούμενο σε όλη αυτή την τεχνολογική εξέλιξη είναι να λυθούν τα βασικά προβλήματα των εντέρινων χορδών: η μικρή αντοχή στην τάση, ο μικρός χρόνος ζωής (200-300 ώρες) και η μεγάλη ευαισθησία στις αλλαγές θερμοκρασίας και υγρασίας.

Τα βασικά προσόντα των εντέρινων χορδών στα τοξωτά χορδόφωνα είναι δύο. Το πρώτο είναι η υψηλή απόσβεση, ιδιότητα που κάνει τη χορδή να αποκρίνεται ευκολότερα στο δοξάρι και να ελέγχεται καλύτερα από αυτό. Το δεύτερο είναι η πλήρης απόδοση όλου του εύρους των αρμονικών, λόγω της χαμηλής δυσκαμψίας (Beament 1997).

Το κύριο πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι για να κατασκευαστεί από έντερο μια λεπτή χορδή για υψηλές συχνότητες, όπως π.χ. η Μι του βιολιού, χρειάζεται ένα πάχος χορδής 0,7 χλστ. και τάση 13 κιλά. Μια τέτοια χορδή βρίσκεται σχεδόν στα όρια θραύσης του εντέρου, και ο χρόνος ζωής της είναι ελάχιστος. Αν αντί για έντερο χρησιμοποιηθεί ατσάλι, το πάχος της χορδής μπορεί να μειωθεί στα 0,3 χλστ. και θα έχει πολύ μεγαλύτερη αντοχή και παράλληλα παραγωγή ήχου μεγαλύτερης έντασης. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που η ψιλή χορδή του βιολιού αντικαταστάθηκε πολύ γρήγορα από ατσάλινη.

Το πρόβλημα με το ατσάλι είναι ότι έχει πολύ μεγάλη δυσκαμψία και σχεδόν μηδενική απόσβεση, δηλαδή τις αντίθετες ιδιότητες από το έντερο. Αυτά τα μειονεκτήματα διορθώνονται κάπως μόνο χρησιμοποιώντας τις ατσάλινες χορδές σε πολύ υψηλές τάσεις, τεντώνοντας τη χορδή κοντά στα όρια θραύσης της. Αυτό με τη σειρά του υποβάλλει το όργανο σε ιδιαίτερα έντονες επιμήκεις τάσεις και απαιτεί ή χαμηλότερη γέφυρα για να μειωθούν οι τάσεις που ασκούνται στο καπάκι ή παχύτερα καμάρια για την ενίσχυσή του. Η απόδοση των ατσάλινων χορδών βελτιώνεται κάπως με τη χρήση πολύκλωνου πυρήνα.

Η ριζική αλλαγή όμως επιτυγχάνεται με τις συνθετικές χορδές. Οι χορδές αυτές έχουν απόσβεση και αρμονικότητα παραπλήσια με τις εντέρινες χορδές, διάρκεια ζωής πολύ μεγαλύτερη (πάνω από 400 ώρες) και επηρεάζονται ελάχιστα από τη θερμοκρασία και την υγρασία του περιβάλλοντος.

Οι χορδές της λύρας
Οι χορδές που χρησιμοποιούνται στην αχλαδόσχημη λύρα του Βυζαντίου, από τον 9ο έως τον 19ο αιώνα, είναι κατά κανόνα οι εντέρινες. Μερικές φορές χρησιμοποιείται ατσάλινη ψιλή χορδή και χοντρή με περιέλιξη. Τον 20ο αιώνα αρχίζει να γίνεται εκτεταμένη χρήση ατσάλινων χορδών, και αυτές καθιερώνονται στη σύγχρονη λύρα της Κρήτης, μετά το 1930.

Σήμερα στη σύγχρονη λύρα της Κρήτης χρησιμοποιούνται κατά κανόνα χορδές υψηλών τάσεων με ατσάλινο πυρήνα και περιέλιξη από έλασμα. Οι πιο διαδεδομένες χορδές είναι αυτές που παράγονται από την Ιταλική εταιρία Ντογκάλ με τη σήμανση «Lyra di Creta». H μόνη χορδή που αποδίδει τη ζητούμενη για τη λύρα συχνότητα, στην τάση που έχει σχεδιαστεί από τον κατασκευαστή, είναι η ψιλή (Λα4 στο μήκος των 28,9 εκ.). Για τη μεσαία χορδή η ζητούμενη τονικότητα Ρε4 στην απαιτούμενη ορθή τάση λειτουργίας, προκύπτει στα 32,4 εκ. Στη χοντρή χορδή το πρόβλημα είναι ακόμη πιο έντονο, καθώς το ζητούμενο για τη λύρα Σολ3 στα 28.9 εκ. προκύπτει στα 36,4 εκ. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί λυράρηδες αναζητούν καλύτερες λύσεις, τοποθετώντας στη θέση της χοντρής χορδής χορδές από λαούτο ή άλλα όργανα.

Χορδές για τη λύρα της Κρήτης κατασκευάζει και η αμερικάνικη εταιρία La Bella, ενώ παλαιότερα κατασκεύαζε και η γερμανική εταιρία Pirastro. Δυστυχώς σήμερα οι χορδές Pirastro, που απέδιδαν ιδιαίτερα καλά, δεν παράγονται πια. Οι τάσεις λειτουργίας αυτών των χορδών στη λύρα της Κρήτης, καθώς και οι πιέσεις που ασκούνται στον καβαλάρη, προβάλλονται στον Πίνακα που παρατίθεται.

8.1 pinakas taseon

Οι χορδές αυτές έχουν τα καλά και κακά χαρακτηριστικά των δύσκαμπτων ατσάλινων χορδών. Παράγουν υψηλής έντασης καθαρό και σκληρό ήχο, ο οποίος βέβαια δεν έχει καμία σχέση με τον ήχο που παρήγαγε το παλαιό λυράκι με τις εντέρινες χορδές. Όποιος αναζητά στη σύγχρονη λύρα της Κρήτης ένα ήχο που να προσεγγίζει αυτό των εντέρινων χορδών πρέπει να πειραματιστεί με τις σύγχρονες συνθετικές χορδές της βιόλας και του τσέλου. Για τη χοντρή χορδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι χορδές Ντο της βιόλας με ενεργό μήκος χορδής 40-42 εκ.

Το πρόβλημα προκύπτει στην επιλογή της μεσαίας, και κύρια, της ψιλής χορδής. Η καλύτερη λύση φαίνεται να είναι η χρήση των συνθετικών χορδών Hellicore Ρε και Λα για τσέλο ¼, με ενεργό μήκος χορδής 54,5 εκ. Αυτές δίνουν τη ζητούμενη τονικότητα για τη λύρα στην τάση που έχουν παραχθεί να λειτουργούν, στο μήκος των 27,25 εκ. Ένα επίσης ενδιαφέρον σετ ατσάλινων χορδών είναι η Ρε και Λα της σειράς Prelude για τσέλο 1/4, πάντα της εταιρίας D´ Addario, με χοντρή χορδή τη Ντο για βιόλα από τη σειρά Chromcor της Pirastro. Στην ίδια λογική, μπορείτε να πειραματιστείτε με τις χορδές βιόλας και τσέλου άλλων κατασκευαστών.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι συνθετικές χορδές έχουν διάρκεια ζωής μερικών εκατοντάδων ωρών, συνήθως 400-450 ωρών. Το όριο αυτό μπορεί να παραταθεί σημαντικά αν την περίοδο που δεν χρησιμοποιείται το όργανο μειώνεται η τάση των χορδών 1 ή 2 ημιτόνια. Το κατέβασμα της τονικότητας των χορδών κατά 1-2 ημιτόνια βοηθά σημαντικά στη μείωση της καταπόνησης του οργάνου τόσο από τις επιμήκεις τάσεις όσο και από την πίεση που ασκείται από τον καβαλάρη στο καπάκι.

Οι ατσάλινες χορδές δεν έχουν θεωρητικά όριο ζωής. Συστήνεται όμως να αλλάζονται μετά από 600-650 ώρες εκτέλεσης, γιατί μετά από αυτό το διάστημα αρχίζει να μειώνεται η απόδοσή τους.

Ένα σχόλιο, τέλος, σε ότι αφορά στη σημασία χρήσης χορδών καλής ποιότητας. Ένα καλό όργανο, που το κόστος του συνήθως ξεπερνά τα 1000 ευρώ, δεν μπορεί να θεωρείται υπερβολικό να οπλιστεί με χορδές κόστους μερικών δεκάδων ευρώ. Το να διατεθούν λίγες δεκάδες ευρώ για ένα σετ χορδές που σε ένα επαγγελματία θα διαρκέσουν ένα έτος και σε ένα ερασιτέχνη αρκετά χρόνια, είναι παραπάνω από λογική επένδυση.