top banner 03
Από τον 14ο έως τον 17ο αιώνα δεν γνωρίζουμε ιστορικά στοιχεία που να πιστοποιούν την παρουσία της λύρας στον ελλαδικό χώρο πέραν της Κρήτης (αναφορά Στ. Σαχλίκη, 14ος αιώνας), εκτός από ορισμένες αναφορές σε δημοτικά τραγούδια και δίστιχα.

Από την αρχή όμως του 18ου αιώνα, την εποχή του Διαφωτισμού από τη μία και του κλονισμού της ισχύος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από την άλλη, αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον των ξένων περιηγητών και για θέματα όπως τα ήθη και έθιμα, η μουσική και τα όργανα της νεώτερης Ελλάδας. Έτσι αρχίζουν να συναντώνται όλο και περισσότερες αναφορές για τη λύρα, επιβεβαιώνοντας τη συνεχή παρουσία της σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Το τεράστιο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι ταξιδιώτες στη Ελλάδα», περιέχει πάνω από 15 σημαντικές αναφορές, από το 1746 έως το 1825, για την παρουσία της λύρας σε όλο τον ελλαδικό χώρο.

Όλες αυτές οι αναφορές βεβαιώνουν ότι η βυζαντινή λύρα συνεχίζει να είναι το κατ' εξοχήν λαϊκό όργανο, μαζί με τον ταμπουρά και τους αυλούς - ασκίαυλους, σε όλο τον ελλαδικό χώρο, έως το τέλος του 19ου αιώνα. Στη συνέχεια, με την εξάπλωση του βιολιού που έχει ήδη εδραιωθεί στα αστικά κέντρα, αρχίζει να εκτοπίζεται σταδιακά από το μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου, παραμένοντας στις περιοχές που ήδη αναφέρθηκαν, με κύριες την Κρήτη – Κάσο - Κάρπαθο, τα Δωδεκάνησα, το Ανατολικό Αιγαίο, την Πόλη και τη Θράκη.

Οι λόγοι της κατά κράτους κυριαρχίας και της μακράς παρουσίας της αχλαδόσχημης λύρας ως λαϊκό όργανο έναντι των οκτάσχημων βυζαντινών λυρών, και του βιολιού ως απόγονού τους, είναι προφανείς: Αυτό οφείλεται κυρίως στην κατασκευαστική και εκτελεστική απλότητα του οργάνου.

Η κατασκευή της λύρας δεν απαιτεί όπως αυτή του βιολιού καλούπια, πολύ λεπτές λωρίδες ξύλου για τα πλευρικά τοιχώματα, ειδικά εργαλεία για την τοποθέτηση του στύλου, ακρίβεια στις αποστάσεις των χορδών από την ταστιέρα, κ.α. που προϋποθέτουν την ύπαρξη οργανωμένου εργαστηρίου οργανοποιίας με ιδιαίτερη εμπειρία και αποκλείουν στην ουσία την ερασιτεχνική κατ΄ οίκον κατασκευή από τον οργανοπαίχτη. Η λύρα μπορεί να κατασκευαστεί με δύο καλά κομμάτια ξύλο (σκάφος και καπάκι) και λίγα κοινά εργαλεία μαραγκού.

Στη μεγάλη πλειοψηφία τους, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, είναι οι οργανοπαίχτες που κατασκευάζουν τα όργανα τα οποία εκτελούν. Στη Κρήτη των αρχών του 20ου αιώνα είναι σπάνιο να βρεις κάποιον που να μην προσπάθησε να κατασκευάσει μια λύρα, μαραγκό που να μην ασχολήθηκε περιστασιακά με την κατασκευή της ή λυράρη που να μην έχει κατασκευάσει έστω μία δική του λύρα.

Πέραν της κατασκευαστικής απλότητας, η λύρα, όρθια στο γόνατο και με τρεις χορδές, από τις οποίες ουσιαστικά για τη μελωδία χρησιμοποιείται μόνο η πρώτη, δεν απαιτεί ιδιαίτερες εκτελεστικές δεξιότητες σε μια απλή χρήση της, και επιτρέπει στους ανθρώπους της υπαίθρου να εκφράσουν τον πόνο τους και να γιορτάσουν τις χαρές τους.