top banner 03
Η κατασκευή του σκάφους απαιτεί μια πλάκα ξύλου με ελάχιστες διαστάσεις 42 επί 21 εκατοστά και πάχος 4,5 ή 5 εκατοστά, κατά προτίμηση πλανισμένη ισόπαχη και λειασμένη στην πάνω και κάτω επιφάνειά της. Το εμπρός μέρος του αντηχείου είναι προφανές ότι πρέπει να είναι επίπεδο σε όλη την επιφάνεια που καλύπτει το στάμπο. Για την πλάτη αυτό απαιτείται μόνο για το κεντρικό τμήμα, ενώ τα περιθώρια μπορούν να έχουν μικρότερο πάχος κατά 2-3 εκατοστά. Το ευκολότερο πάντως κατασκευαστικά είναι μία ισοπαχής πλάκα ξύλου.

Η προετοιμασία του ξύλου γίνεται ως εξής: Αφού επιλέξουμε την πλάκα ξύλου κατάλληλου πάχους, αν δεν είναι πλανισμένη πλανίζουμε τη μία επιφάνειά της, κατά προτίμηση αυτή της γάστρας, της εμπρός όψης του σκάφους. Τοποθετούμε το στάμπο επάνω στην πλανισμένη επιφάνεια, ελέγχουμε εάν υπάρχουν ρωγμές και ρόζοι που δεν μας επιτρέπουν την κατασκευή, και επιλέγουμε τη βέλτιστη θέση και προσανατολισμό του στάμπο. Σημειώνουμε αυτή τη θέση με ένα μολύβι μαραγκού. Ελέγχουμε μετά την πίσω πλευρά του ξύλου ώστε και εδώ να μην υπάρχουν προβλήματα και ελαττώματα του ξύλου. Αν όλα φαίνονται εντάξει κόβουμε στην κορδέλα το κομμάτι της. Προληπτικά, αν το σχέδιο τοποθετηθεί στην άκρη μιας πλάκας ξύλου, είναι καλό να αφαιρούνται 1-2 εκατοστά ξύλου από το σόκορο και να επιβεβαιώνεται ότι έχουμε υγιές ξύλο.

Αφού κοπεί η πλάκα του ξύλου στο κατάλληλο μέγεθος, διαμορφώνεται και η πίσω επιφάνεια ώστε να είναι παράλληλη με την μπροστά και με πάχος 4,5 ή 5 εκατοστά. Στη συνέχεια, τοποθετείται το στάμπο στη γάστρα, σταθεροποιείται με μικρά καρφάκια ή πινέζες στο ξύλο, και αντιγράφεται το ίχνος του χρησιμοποιώντας μολύβι μαραγκού. Το στάμπο αφαιρείται κατόπιν, και με ένα χάρακα χαράζεται ο άξονας συμμετρίας του οργάνου. Αφήνουμε ένα περιθώριο ενός χιλιοστού δεξιά και αριστερά από το ίχνος του λαιμού, Ο λαιμός είναι το μέρος που το στερεώνουμε στη μέγγενη ή με σφικτήρες στον πάγκο, για την πρώτη φάση της κατασκευής όπου το ξύλο υποβάλλεται σε σκληρή καταπόνηση. Οι παράλληλες πλαϊνές πλευρές του και το περιθώριο του ξύλου που αφήνουμε σε αυτές μας επιτρέπει να μην ανησυχούμε για την καταπόνησή του σε αυτή τη φάση.

Aκολουθεί το «ξάκρισμα» του σκάφους, η αφαίρεση δηλαδή του ξύλου πέραν του ίχνους που έχει χαραχθεί. Στην ίδια πλάκα μπορεί να σχεδιαστεί και το προφίλ της κεφαλής του οργάνου, επιτυγχάνοντας οικονομία στο ξύλο και ομοιομορφία σκάφους – κεφαλής. Το ξάκρισμα μπορεί βέβαια να γίνει με κορδέλα, πριόνι στο χέρι ή με ηλεκτρική σέγα χειρός. Αφήνουμε ένα περιθώριο από το ίχνος του σκάφους 2-3 χιλιοστών.

Μετά το ξάκρισμα στην κορδέλα, οι επίπεδες επιφάνειες του σκάφους λειαίνονται. Χαράζουμε ξανά το ίχνος του στάμπο με μεγάλη ακρίβεια. Κατόπιν ομαλοποιούμε την περιφέρεια του σκάφους αφαιρώντας το ξύλο ως το όριο του ίχνους που χαράξαμε, χωρίς να αφαιρέσουμε το ίδιο το ίχνος.

Κατόπιν, επανατοποθετείται το στάμπο στο σκάφος και με ένα λεπτό σουβλί μεταφέρουμε στο ξύλο, μέσω των οπών του στάμπο, τις ισοβαθείς του σκάφους. Με μολύβι ή λεπτό μαρκαδόρο ενώνουμε τις τρυπίτσες και έχουμε τις ισοβαθείς του αντηχείου. Χαράζουμε μετά μία γραμμή σε απόσταση 7 χιλιοστών από το χείλος του αντηχείου, γραμμή που ορίζει το πλάτος του χείλους του.

Στη συνέχεια σχεδιάσουμε τις ισοϋψείς της πλάτης του αντηχείου τοποθετώντας εκεί το στάμπο. Τώρα μπορεί να ξεκινήσει η διαμόρφωση του σκάφους με το «ξεκούφωμα» του αντηχείου. Οι έμπειροι παραδοσιακοί οργανοποιοί λειτουργούν κατά κανόνα «με το μάτι», χωρίς να σχεδιάζουν ισοκαμπύλες, και η όλη μορφοποίηση γίνεται εμπειρικά. Εδώ προτείνεται μία απόλυτα ασφαλής και επαναλήψιμη μέθοδος. Με ένα τρυπάνι για μέταλλο διαμέτρου 4 χλστ. ανοίγουμε μία σειρά οπές κατά μήκος των καμπυλών, με βάθος αντίστοιχο των τιμών τους

Το επόμενο βήμα είναι το πρώτο άδειασμα του εσωτερικού του αντηχείου. Αυτό επιβάλλεται να γίνει πριν τη διαμόρφωση της πλάτης, γιατί σε αυτή την εργασία το ξύλο υποβάλλεται σε έντονη καταπόνηση και η παρουσία της μη διαμορφωμένης πλάτης ελαχιστοποιεί την πιθανότητα θραύσης ή ρώγμωσης.

Πριν την έναρξη του αδειάσματος του αντηχείου είναι ιδιαίτερα βολικό να χρησιμοποιηθεί το σκάφος ως βάση για τη διαμόρφωση της εξωτερικής επιφάνειας του καπακιού. Είναι καλό δηλαδή σε αυτή τη φάση να σταματήσετε τη διαμόρφωση του σκάφους και να ξεκινήσετε τις εργασίες διαμόρφωσης της εξωτερικής επιφάνειας του καπακιού όπως περιγράφονται παρακάτω. Αφού ολοκληρώσετε αυτή την εργασία συνεχίζετε τη διαμόρφωση του σκάφους.

Για το άδειασμα του αντηχείου, το σκάφος σταθεροποιείται από το μπράτσο ή πάνω στον πάγκο με σφικτήρα ή στη μέγγενη. Και στις δύο περιπτώσεις επιβάλλεται να τοποθετηθεί κάτω από το σκάφος ένα υλικό απόσβεσης κραδασμών, όπως π.χ. ένα παχύ φύλλο καουτσούκ.

Το άδειασμα αρχίζει με γλυφοσκέπαρνο για το κεντρικό τμήμα. Η αφαίρεση του ξύλου ξεκινά από το κέντρο και σταδιακά επεκτείνεται προς την περιφέρεια αφήνοντας ένα περιθώριο ασφαλείας τουλάχιστον 2 εκατοστών από αυτήν. Αφού ολοκληρωθεί το πρώτο σκάψιμο με το γλυφοσκέπαρνο αρχίζει το άδειασμα με το μεγάλο γλύφανο και το ξύλινο σφυρί (ματσόλα). Το σκάψιμο γίνεται ακτινικά, από τα χείλη προς το κέντρο, πάντα με ιδιαίτερη προσοχή στον προσανατολισμό των ινών του ξύλου και χωρίς να το υποβάλλουμε σε έντονες καταπονήσεις.

 

 

 Σταματάμε το άδειασμα με το μεγάλο γλύφανο μόλις αρχίσει να φαίνεται ο πυθμένας των οπών που έχουμε ανοίξει. Συνεχίζουμε το άδειασμα, ακόμα πιο προσεχτικά πλέον, με τη χρήση κυρτών μαχαιριών και μικρότερου γλυφάνου, αλλά χωρίς τη βοήθεια ματσόλας. Τελικός στόχος είναι μόλις να εξαφανιστούν τα ίχνη των οπών από τον πυθμένα του αντηχείου.

 

 

Τώρα μπορεί να αρχίσει η διαμόρφωση της πλάτης του αντηχείου. Αρχίζουμε την αφαίρεση του ξύλου με το σκεπάρνι αρχικά, τη ματσόλα και το μεγάλο γλύφανο κατόπιν, δουλεύοντας προσεκτικά για να μην υπάρξει πρόβλημα θραύσης ή αφαίρεσης μεγαλύτερου πάχους από το επιθυμητό. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται κατά την αφαίρεση του ξύλου από τα μάγουλα του αντηχείου, καθώς εδώ είναι πολύ εύκολο να «φύγουν» κομμάτια μεγαλύτερα από το επιθυμητό. Όταν αρχίσει να φαίνεται ο βυθός των οπών, συνεχίζουμε τη μορφοποίηση με το ροκάνι του γύφτου αρχικά και κατόπιν με το παστράγκολο έως ότου εξαφανιστούν τα ίχνη των οπών.

Για την τελική μορφοποίηση της πλάτης σχεδιάζουμε στις πλευρές του λαιμού το πίσω όριό του και ολοκληρώνουμε χρησιμοποιώντας ράσπα, λίμες, παστράγκολο και ξύστρες.. Η τελική διαμόρφωση γίνεται με γυαλόχαρτο, στο χέρι ή με μικρό παλμικό τριβείο. Προσοχή: αυτή η διαμόρφωση είναι η τελική της επιφάνειας της πλάτης, καθώς στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί ως όριο για τον ορισμό του πάχους του αντηχείου! Σε αυτή τη φάση θα πρέπει να γίνει και οποιοδήποτε καλλωπιστικό σκάλισμα στην πλάτη, αν υπάρχει πρόθεση για ανάγλυφο, καθώς αυτό επηρεάζει την κατανομή του πάχους.

Η επόμενη εργασία είναι η ρύθμιση του πάχους των τοιχωμάτων του αντηχείου. Χρησιμοποιούμε το πρότυπο μιας κατανομής πάχους (εδώ διατίθεται ένα στον τομέα «Διαθέσιμα αρχεία». Με οδηγό αυτό, σχεδιάζεται στο εσωτερικό του αντηχείου η επιθυμητή κατανομή των ισοπαχών καμπυλών. Το πάχος του αντηχείου που έχουμε κατασκευάσει έως τώρα πρέπει να είναι περίπου 6-7 χλστ. Τους απόλυτους αριθμούς του τελικού πάχους που στοχεύουμε να έχουμε τους ορίζουμε με βάση το ειδικό βάρος του ξύλου που χρησιμοποιούμε στην κατασκευή. Οι τιμές του δικού μας προτύπου έχουν οριστεί με βάση ξύλα με ειδικό βάρος μεταξύ 0.70 - 0.75 γρ./κ.ε. όπως το σκληρό σφεντάμι, η αχλαδιά και η μουριά. Αν όμως κατασκευάζουμε μια λύρα π.χ. από Ισπανικό κέδρο ή κυπαρίσσι, ξύλα που είναι ελαφρότερα κατά 25-30%, τότε πρέπει να αυξήσουμε αντίστοιχα τις τιμές του πάχους, και στη συνέχεια να διαμορφώσουμε το τελικό πάχος παρακολουθώντας την ηχητική συμπεριφορά του αντηχείου (ιδιοσυχνότητες) κατά την κατασκευή.

Ο πιο ασφαλής τρόπος για να πετύχουμε τη διαμόρφωση του πάχους σύμφωνα με τις ισοπαχείς που έχουμε σχεδιάσει, είναι η χρήση ενός μικρού τρυπανιού με βάση στην οποία έχει προσαρμοστεί ένα μικρόμετρο. Η τελική ρύθμιση του πάχους των τοιχωμάτων του αντηχείου γίνεται αφού διαμορφωθεί το μπράτσο και συναρμοστεί η κεφαλή. Αφού ανοίξουμε τις οπές κατά μήκος όλων των ισοπαχών καμπυλών, αφαιρούμε σιγά-σιγά το ξύλο με κυρτά μαχαίρια αρχικά, ξύστρες και μικροπλάνη κατόπιν.

Αφού εξομαλύνουμε ικανοποιητικά το εσωτερικό του αντηχείου, πρέπει να διαμορφώσουμε την «πατούρα» του καπακιού. Αν το αρχικό πάχος του ξύλου του σκάφους ήταν 5 εκατοστά πρέπει να αφαιρεθεί από το χείλος του περιμετρικά ξύλο 5 χλστ., ώστε να δημιουργηθεί η «πατούρα» για το καπάκι. Αν το αρχικό πάχος ήταν 4,5 εκατοστά, όπως στην περίπτωση της λύρας που κατασκευάζεται εδώ, τότε πρέπει να κολληθούν στην ουρά και στο λαιμό δύο πλάκες ξύλου ίδιου με το σκάφος, πάχους 5 χιλιοστών η κάθε μία. Η αφαίρεση των 5 χιλιοστών ξύλου από το χείλος του αντηχείου, όταν απαιτείται, γίνεται με ένα λεπτό άκαμπτο πριονάκι.

Το επόμενο βήμα είναι η διαμόρφωση του λαιμού. Το τελικό πάχος του μπράτσου θα πρέπει να είναι 24-26 χιλιοστά στη βάση και 16-18 στην κορυφή (στη βάση της κεφαλής). Επίσης η κλίση της επιφάνειας που θα κολληθεί η γλώσσα πρέπει να είναι τέτοια ώστε προσθέτοντας το πάχος του καπακιού που θα χρησιμοποιηθεί, να έχουμε καβαλάρη ύψους 22-23 χιλιοστών. Αφού χαραχθούν γραμμές οδηγοί, επιπεδώνουμε την πάνω επιφάνεια του λαιμού φέρνοντάς την στο επίπεδο των γραμμών. Αφού ολοκληρωθεί η ρύθμιση της κλίσης του λαιμού, διαμορφώνεται η πίσω πλευρά του, επιπεδώνοντάς την στα επιθυμητά πάχη.

Στη συνέχεια διαμορφώνουμε την απόληξη του λαιμού για να δεχτεί την κεφαλή. Πρώτα χαράζουμε κάθετες από το επίπεδο εφαρμογής της γλώσσας στο άνω άκρο του λαιμού, και αφαιρούμε το ξύλό που περισσεύει, ώστε να έχουμε απόλυτη καθετότητα των δύο επιπέδων. Κατόπιν σχεδιάζουμε στο επίπεδο απόληξης μία κόλουρη πυραμίδα και τη διαμορφώνουμε με πριονάκι, ράσπες, σμίλες και λίμες.

 

Το επόμενο βήμα είναι η διαμόρφωση της κεφαλής. Ξεκινάμε με το σχεδιασμό της απόληξης του λαιμού που δημιουργήσαμε στη βάση της κεφαλής. Προσοχή και εδώ το επίπεδο της βάσης της κεφαλής να είναι απόλυτα κάθετο σε αυτό της πρόσοψής της. Αδειάζουμε κατόπιν αυτό το χώρο, ώστε να δημιουργηθεί μία θηλυκή υποδοχή για το μπράτσο. Η τελική διαμόρφωση γίνεται με πολύ μικρά βήματα, δοκιμάζοντας κάθε φορά την άρμοση του μπράτσου και αφαιρώντας πολύ λεπτά στρώματα ξύλου ώστε να πετύχουμε ακριβή εφαρμογή.

 

Τώρα διαμορφώνουμε το προφίλ της κεφαλής ώστε να συμπίπτει ακριβώς με αυτό του στάμπο, χρησιμοποιώντας ράσπες και λίμες ή τα ταινιοτριβεία. Τοποθετούμε μετά το στάμπο της γλώσσας και πρόχειρα σχεδιάζουμε το περίγραμμα του πάνω μέρους της στην πρόσοψη της κεφαλής. Κατόπιν χαράζουμε τα εσωτερικά και εξωτερικά όρια του κλειδοθεσίου.

Το κάτω όριο του αυλακιού και των πλευρικών τοιχωμάτων προκύπτει από το όριο του στάμπο της γλώσσας. Με μικρό άκαμπτο λεπτό πριονάκι βαθαίνουμε όσο μπορούμε το ίχνος των πλευρών του κλειδοθεσίου. Το άδειασμα του αυλακιού, πραγματοποιείται με μικρά γλύφανα και σμίλες. Στη συνέχεια μορφοποιούμε τις εξωτερικές πλευρές του κλειδοθεσίου. Σε αυτή τη φάση είναι καλό να έχουμε αποφασίσει το σχήμα της κορυφής της κεφαλής, και να γίνει η πρώτη αδρή διαμόρφωσή του.

Αφού διαμορφωθεί το κλειδοθέσιο, σημειώνονται οι θέσεις των οπών για τον άξονα των δύο αριστερών κλειδιών. Κατόπιν ανοίγουμε τις τρύπες για τον άξονα των κλειδιών, επιλέγοντας τη διάμετρο του τρυπανιού με βάση τη διάμετρο του άξονα. Μετά την εφαρμογή του ζεύγους των αριστερών κλειδιών σημειώνεται η θέση του άξονα του δεξιού κλειδιού, φροντίζοντας να βρίσκεται περίπου στο μέσο μεταξύ των δύο άλλων αξόνων. Αν επιλεγεί να τοποθετηθούν όχι μηχανικά αλλά ξύλινα κλειδιά, όπως αυτά του βιολιού, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, αρκεί να διαθέτουμε το εργαλείο διάνοιξης κωνικών οπών και τη σχετική ξύστρα για τα κλειδιά.

Μετά την εφαρμογή των κλειδιών προχωράμε στο σκάλισμα της απόληξης της κεφαλής. Ο κανόνας για το σχήμα της κεφαλής της σύγχρονης λύρας της Κρήτης είναι ο κοχλίας που έχει καθιερωθεί στο βιολί, σε πολύ πιο χονδροειδή συνήθως μορφή. Εμείς θεωρούμε ότι το διαφορετικό σκάλισμά της μπορεί να δώσει στο όργανο ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτήρα, και το κάνει πιο ελκυστικό αισθητικά. Η διαμόρφωση γίνεται με μικρά γλύφανα, σμίλες, ράσπες και λίμες. Ολοκληρώνουμε τη διαμόρφωση της κεφαλής πριν το κόλλημά της, μορφοποιώντας τη βάση της με την αντίστοιχη καμπυλότητα.

Το επόμενο βήμα είναι η συνάρμοση και το κόλλημα της κεφαλής στο σκάφος. Πριν γίνει αυτό διαμορφώνουμε το λαιμό της λύρας στην τελική μορφή του. Διαμορφώνεται επίσης η πίσω επιφάνεια του λαιμού με ομαλή συμμετρική καμπυλότητα, και προσέχοντας ιδιαίτερα να ενώνεται ομαλά με το σκάφος.

Για τη συγκόλληση της κεφαλής μπορεί να χρησιμοποιηθεί παχύρρευστη ψαρόκολλα, αλειφατικές κόλλες ή ρητίνη δύο συστατικών με μεγάλο χρόνο πήξης. Εδώ προτείνεται η τρίτη λύση, γιατί η ρητίνη γεμίζει πιο αποτελεσματικά τυχόν κενά και ατέλειες στην εφαρμογή. Χρησιμοποιώντας διαφανή ρητίνη και προσθέτοντας λίγη σκόνη από το ξύλο του σκάφους, συνήθως δεν είναι δυνατόν να διακριθεί η κόλληση.

Τώρα μπορεί να διαμορφωθεί η βάση της κεφαλής, δημιουργώντας τις καμπυλότητες που έχουν σχεδιαστεί για αυτήν. Και σε αυτό το σημείο υπάρχει μία βασική διαφοροποίηση από το τυπικό σχήμα της σημερινής σύγχρονης λύρας της Κρήτης, που θεωρούμε ότι επιτυγχάνει ένα πιο όμορφο και λειτουργικό σχήμα της βάσης της κεφαλής.