top banner 03
5.8 Kemenze
Μετά τη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών από τον Κάρολο Δαρβίνο, αρχίζει και η έρευνα για τα «πλέον πρωτόγονα» τοξωτά χορδόφωνα, που κατά τεκμήριο θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να είναι και τα πιο παλαιά. Με πρωταγωνιστή τον Φέτις (1837), διατυπώνονται οι θεωρήσεις ότι το δοξάρι πρωτοχρησιμοποιείται στη βόρεια Ευρώπη (κρουθ Ουαλίας, γκαντόκ Ρωσίας, λύρα Βαλκανίων), ή στην Ινδία (ραβάναστρον).

Ο Σονεράτ, ένας Γάλος μελετητής, υποστήριξε το 1782 ότι σύμφωνα με την Ινδική παράδοση, το πρώτο τοξωτό χορδόφωνο κατασκευάστηκε στην Κεϋλάνη πριν περίπου 5000 χρόνια, από το μυθικό βασιλιά Ραβάνα, και αυτό το όργανο το ονόμασαν «ραβάναστρον». Ένας άλλος Άγγλος μελετητής, ο Engel, υποστήριξε το 1874 ότι τοξωτά χορδόφωνα χρησιμοποιούνται στην Ινδία για πάνω από 2000 χρόνια.
Παράλληλα, στο τέλος του 19ου αιώνα, διατυπώνεται από τον Ράχλμαν (1882) η άποψη ότι το δοξάρι αρχίζει να χρησιμοποιείται περίπου ταυτόχρονα και ανεξάρτητα σε διάφορα μέρη, από λαούς με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο. Την άποψη αυτή θεωρεί πιθανή και ο Μπάινες (1992). Αυτή η προσέγγιση ερμηνεύει αποτελεσματικότερα την ύπαρξη ιδιότυπων τοξωτών όπως π.χ. αυτό των Ινδιάνων Απάτσι της βόρειας Αμερικής.

Στα μέσα του 20ου αιώνα, και αφού οι θεωρίες για βόρεια ευρωπαϊκή και ινδική προέλευση διαφαίνονται όχι ιδιαίτερα ισχυρές, ο Κουρτ Ζακς διατυπώνει την άποψη ότι πολύ πιθανά το δοξάρι άρχισε να χρησιμοποιείται στην κεντρική Ασία, και μαζί του συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές. Παράλληλα διατυπώνεται η άποψη ότι τα Τουρκο-Περσο-Αραβικά ραμπάμπ και κεμεντζέ καθώς και η Ελληνο-βυζαντινή λύρα είναι οι πιθανότεροι πρόγονοι των σύγχρονων τοξωτών χορδόφωνων (Ζακς, Χίκμαν, 1944).

Το 1964, η μνημειώδης για το θέμα μελέτη του Βέρνερ Μπάχμαν «Οι απαρχές της χρήσης του δοξαριού», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρήση του δοξαριού για την παραγωγή ήχου εμφανίζεται στις αρχές του 10ου αιώνα, σχεδόν ταυτόχρονα σε διάφορα μέρη των δύο μεγάλων μεσογειακών αυτοκρατοριών, του Βυζαντίου και του Ισλάμ. Ο μελετητής προτείνει ότι το πιθανότερο είναι το δοξάρι να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην κεντρική Ασία, στο τέλος του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα, και από εκεί να εξαπλώνεται ταχύτατα στους γύρω λαούς. Τα στοιχεία που παραθέτει δεν καταλήγουν βέβαια σε μία ατράνταχτη απόδειξη. Οι ενδείξεις είναι λιγότερο ισχυρές σε ότι αφορά στους Άραβες, και ακόμα πιο αδύναμες σε ότι αφορά στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα στο χώρο των Βαλκανίων και του Αιγαίου.

Η μελέτη του Βέρνερ Μπάχμαν τονίζει επίσης δύο σημαντικά στοιχεία. Το δοξάρι χρησιμοποιείται στα ήδη υπάρχοντα νυκτά χορδόφωνα της κάθε περιοχής. Δεν εισάγονται δηλαδή όργανα αλλά εφαρμόζεται η χρήση του δοξαριού στα ήδη υπάρχοντα σε κάθε τόπο όργανα. Επίσης, το δοξάρι χρησιμοποιείται, για πολλούς αιώνες μετά την ανακάλυψή του, σχεδόν αποκλειστικά σε λαϊκά όργανα.

Σε ότι αφορά στη μορφή των πρώτων τοξοτών χορδόφωνων, διακρίνονται δύο κατηγορίες: όργανα στα οποία δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ αντηχείου και βραχίονα, και αυτά όπου υπάρχει σαφής διαχωρισμός. Τα κεντρο-ασιατικά και αραβικά τοξωτά χορδόφωνα (κουμούζ, ρεμπάμπ, κεμεντζέ) προέρχονται από τη χρήση δοξαριού σε όργανα της οικογένειας του ταμπουρά, ανήκουν κατά κανόνα στη δεύτερη κατηγορία, χωρίς να απουσιάζουν εντελώς και αυτά της πρώτης. Αντίθετα, στο Βυζάντιο υπάρχουν ελάχιστα τοξωτά χορδόφωνα στο σχήμα του ραμπάμπ ή του κεμεντζέ. Επικρατούν τα αχλαδόσχημα και οκτάσχημα σκάφη με ρηχό σχετικά θολόσχημο αντηχείο, με ή χωρίς σαφή διαχωρισμό του βραχίονα, και ξύλινο καπάκι. Συνήθως στα αχλαδόσχημα δεν διαχωρίζεται σαφώς ο βραχίονας, και είναι κοντός. Στα οκτάσχημα ο βραχίονας είναι κατά κανόνα σχετικά κοντός και διακριτός.

Ο Ρος Ντέιλι (1996) αναφέρει ότι τα δύο είδη τοξωτών, με μακρύ και κοντό λαιμό, προέρχονται από τη μετατροπή σε τοξωτά των αντίστοιχων λαουτοειδών, και κατηγοριοποιούνται από τους Άραβες ως «καμάντζα ατζούζ» (παλαιό τοξωτό) και «καμάντζα ρουμ» αντίστοιχα. Η λέξη «ρουμ» δήλοι για τους Άραβες τους λαούς της Δύσης και κυρίως τους Βυζαντινούς, οπότε σε ελεύθερη μετάφραση το «καμάντζα ρουμ» θα μπορούσε να αποδοθεί ως βυζαντινό τοξωτό. Στα βυζαντινά τοξωτά δίνεται το όνομα λύρα, και έκτοτε από τους εθνομουσικολόγους χαρακτηρίζονται ως «ελληνική λύρα», «μεσογειακό βιολί» ή «βυζαντινό βιολί» (Ζακς 1940, Μπάινες 1992).

Διαφοροποιήσεις υπάρχουν επίσης στη θέση που εκτελείται το όργανο. Σε όλη την Ανατολή και το Ισλάμ, κυριαρχεί γενικά η όρθια θέση του οργάνου, μπροστά τον εκτελεστή, με το όργανο παράλληλο με το σώμα του και να ακουμπά στο γόνατο ή το έδαφος (ala gamba). Στην Ευρώπη επικρατεί η πλάγια θέση του οργάνου σε σχέση με το σώμα, με τη βάση του ηχείου κοντά στον ώμο και το βραχίονα σε πλάγια θέση, συνήθως προς τα κάτω (περίπου όπως το σημερινό βιολί).

Στο χώρο του Βυζαντίου συνυπάρχουν εξ αρχής και οι δύο θέσεις. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται από 1 έως 5, με επικρατέστερα τα τρίχορδα όργανα. Λιγότερες από τρεις χορδές συναντώνται κυρίως στο Ισλάμ και την Ασία, ενώ στο Βυζάντιο και στην Ευρώπη ο αριθμός των χορδών είναι από 3 έως 5.

Στο τόξο τριβής (δοξάρι) χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τρίχες αλόγου, αλλά όχι σπάνια και φυτικές ίνες. Στην Άπω Ανατολή φαίνεται να χρησιμοποιείται πριν από το τόξο με τρίχες ένα ξύλινο λεπτό ραβδάκι, πάντα αλειμμένο με ρετσίνι.