top banner 03
Για την κατασκευή της λύρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα «ακουστικά» κατάλληλα ξύλα, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω.

Παραδοσιακά, στο καπάκι της λύρας κυριαρχεί το «κατράνι» ή «φοινίκι». Πρόκειται για τον κέδρο του Λιβάνου, κωνοφόρο που φύεται στην οροσειρά του Ταύρου, στα εδάφη των σημερινών κρατών Τουρκίας, Συρίας και Λιβάνου.

Είναι το ξύλο με την ευρύτερη χρήση στις κατασκευές της ανατολικής Μεσογείου, από την αρχαιότητα μέχρι και ένα αιώνα πριν από σήμερα. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ευρέως στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη, τόσο ως δομικό υλικό (δοκάρια, πόρτες και παράθυρα οικοδομών) αλλά και στην επιπλοποιία. Καταγράφεται μεγάλο εύρος πυκνότητας του ξύλου του είδους. Η μέση πυκνότητα που δίνεται στη βιβλιογραφία είναι 0,57 τόνοι ανά κυβικό μέτρο. Η πλειοψηφία όμως των δειγμάτων κατρανιού που έχει μετρηθεί από εμάς δίνει τιμές πυκνότητας μεταξύ 0,46 και 0,51.

Ο κέδρος Λιβάνου ξυλεύεται και σήμερα στην Τουρκία, κυρίως στην περιοχή της Αντάλιας. Η ποιότητα όμως του σημερινού ξύλου που έχει έρθει στην αντίληψή μας δεν έχει καμία σχέση με αυτό που βρίσκεται σε χρήση στα παλιά σπίτια και έπιπλα.

Το κατράνι θεωρείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των οργανοποιών και εκτελεστών ότι προσδίδει ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα στη λύρα, και κατηγοριοποιείται ως το βέλτιστο ξύλο για το καπάκι της.

Η δική μας εμπειρία, από τον πειραματισμό με πλήθος άλλα ξύλα κωνοφόρων, με κατάλληλη πυκνότητα και ελαστικότητα, καταλήγει ότι υπάρχουν και άλλα ξύλα που μπορούν να δώσουν παραπλήσιο ηχόχρωμα. Το γνωστό Όρεγκον π.χ., όταν έχει την κατάλληλη τομή, πυκνότητα και το ελάχιστο δυνατό περιεχόμενο σε ρητίνες, δίνει πολύ καλά αποτελέσματα. Ο κέδρος Αλάσκας, ένα άλλο κωνοφόρο με ιδιαίτερα χαμηλή πυκνότητα, μπορεί να δώσει καλά αποτελέσματα, με την προϋπόθεση να έχει πυκνότερο από ότι συνήθως πρώιμο ξύλο και παχύτερους από τους συνήθεις πολύ λεπτούς δακτυλίους. Το έλατο παράγει συνήθως πιο «ψηλή φωνή» από ότι θεωρείται ως βέλτιστο. Όμως καπάκια με υψηλή μέση πυκνότητα και 3-4 δακτυλίους ανά εκατοστό συνήθως δίνουν καλό ηχόχρωμα. Το κυπαρίσσι, που χρησιμοποιείται κατά κανόνα για καπάκι στη λύρα της Πόλης, δίνει συνήθως σκοτεινότερο από το θεωρούμενο καλό ηχόχρωμα για τη λύρα της Κρήτης. Ορισμένα όμως κυπαρίσσια, με χαμηλή για το είδος πυκνότητα και σχετικά λεπτούς δακτυλίους παράγουν πολύ ενδιαφέρον ηχόχρωμα.

Η πρόταση εδώ είναι να πειραματιστείτε με κάθε κατάλληλα κομμένο, με κατάλληλα νερά και ελάχιστες ρητίνες ξύλο κωνοφόρου έχετε, το οποίο από τη θεωρητική προσέγγιση θα μπορούσε να δώσει αποδεκτά αποτελέσματα.

Η μουριά έχει για την κατασκευή του σκάφους της λύρας, την αντίστοιχη θέση του κατρανιού για το καπάκι. Η μουριά είναι ένα πολύ ανθεκτικό, ελαστικό και ιδιαίτερα πυκνό ξύλο, που συνεργάζεται θαυμάσια με το κατράνι στην παραγωγή του τυπικού ηχοχρώματος της λύρας. Οι ιδιότητες και η ηχητική συμπεριφορά της κερασιάς δεν απέχουν ιδιαίτερα από τη μουριά.

Από τα διασπορόπορα ξύλα, πολύ καλή συμπεριφορά και αποτελέσματα έχουν η αχλαδιά, το σφενδάμι και η καρυδιά. Το ηχόχρωμα που παράγεται από αυτά τα ξύλα τείνει περισσότερο προς αυτό των λόγιων οργάνων. Τα καλύτερα αποτελέσματα τα δίνει ίσως η αχλαδιά.

Από τα τροπικά ξύλα, καλά αποτελέσματα δίνει το μαόνι (σε διάφορες παραλλαγές του), η αφρικάνικη καρυδιά και ο Ισπανικός κέδρος. Το πρόβλημα με τα τροπικά ξύλα είναι η μεγάλη τοξικότητα της σκόνης τους.

Μία ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στη χρήση του κυπαρισσιού για την κατασκευή σκάφους λύρας. Ορισμένα κυπαρίσσια έχουν ιδιαίτερα πυκνό ξύλο και συμπεριφέρονται όμοια με το σφενδάμι, ή ίσως και καλύτερα από αυτό. Αξίζει τον κόπο να πειραματιστείτε με τέτοιο ξύλο αν έχετε τη δυνατότητα να το προμηθευτείτε.