Τα χαρακτηριστικά που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη χρήση της κόλλας στις διάφορες οργανοποιητικές εργασίες είναι:
- η αντοχή της κόλλας στις τάσεις που αναπτύσσονται
- η συμπεριφορά της όταν στερεοποιηθεί στη μετάδοση και απόσβεση των ηχητικών κυμάτων
- η αναστρεψιμότητα, αν δηλαδή είναι δυνατόν να ξεκολλήσουμε τα υλικά σε περίπτωση που χρειαστεί επιδιόρθωση ή άλλη παρέμβαση στο όργανο
- η διάρκεια στο χρόνο
- η αντοχή στην υγρασία
- η ταχύτητα πήξης (χρόνος εργασίας)
- το βάρος της
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, οι κόλλες που είναι κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν στην οργανοποιία, για διαφορετική εργασία κάθε μία, είναι οι οργανικές κόλλες, οι αλειφατικές ρητίνες, οι εποξικές και οι κυανοακριλικές κόλλες.
Οι οργανικές κόλλες παράγονται εξάγοντας από τους τένοντες, το δέρμα ή τα κόκαλα των ζώων το κολλαγόνο, την πρωτεΐνη που χρησιμοποιείται ως συγκολλητική ύλη των ζωικών ιστών. Η καλύτερη οργανική κόλλα παράγεται από τη νηκτική κύστη των ψαριών (αεροφόρος κύστη που συμβάλλει στη ρύθμιση της πλευστότητας). Ίσως για αυτό το λόγο οι οργανικές κόλλες στη χώρα μας χαρακτηρίζονται γενικά ως «ψαρόκολλα», ανεξάρτητα από το μέσο παραγωγής τους.
Με αυτό τον όρο θα γίνεται και εδώ η αναφορά στις οργανικές κόλλες. Η ψαρόκολλα είναι μία εξαίρετη σε αντοχή και συγκολλητική ικανότητα κόλλα. Πέραν της μεγάλης της αντοχής, έχει παραπλήσια με το ξύλο συμπεριφορά στον ήχο και είναι πλήρως αντιστρεπτή με θέρμανση και ύγρανση, επιτρέποντας επιδιορθώσεις και παρεμβάσεις στα όργανα. Η διάρκεια στο χρόνο είναι γνωστή, καθώς όλοι οι παλαιοί οργανοποιοί χρησιμοποιούσαν ψαρόκολλα. Τα μειονεκτήματά της είναι η περιορισμένη αντοχή στην υγρασία και ο μικρός χρόνος εργασίας που επιβάλλει η ταχεία πήξη της. Όμως και τα δύο αυτά μειονεκτήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν, το πρώτο με επαρκή προστασία του οργάνου από την υγρασία – όπως επιβάλλεται εξάλλου και για τη διατήρηση των βέλτιστων ηχητικών ιδιοτήτων του ξύλου, το δε δεύτερο με αναθέρμανση της κόλλας, κάτι ιδιαίτερα εύκολο αν υπάρχει επαρκής εμπειρία στη χρήση της.
Τα παραπάνω ορίζουν την ψαρόκολλα ως την αναντικατάστατη κόλλα του οργανοποιού σε συγκολλήσεις μερών που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή του ήχου και είναι πιθανόν να χρειαστεί να ξεκολληθούν για επεμβάσεις ή επιδιορθώσεις. Το κόλλημα του καπακιού και της γλώσσας του οργάνου επιβάλλεται να γίνεται με ψαρόκολλα.
Η προετοιμασία της ψαρόκολλας γίνεται ως εξής: Προμηθευόμαστε μία πολύ καλής ποιότητας οργανική κόλλα. Βάζουμε την ποσότητα της κόλλας που εκτιμούμε ότι θα μας χρειαστεί π.χ. για την επόμενη εβδομάδα, σε ένα δοχείο γυάλινο ή από αλουμίνιο. Ένα γυάλινο βαζάκι με καλό καπάκι, για να φυλαχτεί κατόπιν η κόλλα στο ψυγείο, είναι η ιδανικότερη λύση. Για την κατασκευή μιας λύρας, 20 γραμμάρια κόλλας είναι υπεραρκετά. Στη συνέχεια προσθέτουμε στο δοχείο 70 κ.ε. απιονισμένο νερό. Σκεπάζουμε το δοχείο και το αφήνουμε μερικές ώρες έως ότου η κόλλα απορροφήσει αρκετό νερό και αρχίσει να μαλακώνει. Στο μεσοδιάστημα ανακινούμε τακτικά, π.χ. ανά ώρα. Κατόπιν τοποθετούμε το δοχείο σε υδατόλουτρο (μπεν-μαρί) και θερμαίνουμε σιγά, προσέχοντας να μην υπερβεί η θερμοκρασία του νερού τους 60-62 oC. Η ύπαρξη αφρού στην επιφάνεια της κόλλας υποδεικνύει ότι βρίσκεται πάνω από τη μέγιστη επιτρεπτή θερμοκρασία και πρέπει αμέσως να μειωθεί η θερμοκρασία.
Για όσο διάστημα χρησιμοποιείται η κόλλα, πρέπει να είναι θερμή. Η πυκνότητα που πρέπει να έχει εξαρτάται από το τι θέλουμε να κολλήσουμε. Με την διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω θα έχετε μία λεπτόρρευστη κόλλα, κατάλληλη να χρησιμοποιηθεί για το κόλλημα του καπακιού και της γλώσσας.
Το κόλλημα με τη ζεστή ψαρόκολλα πρέπει να γίνεται γρήγορα και προσεκτικά. Η θερμοκρασία περιβάλλοντος του εργαστηρίου και των υλικών σας πρέπει να είναι τουλάχιστον 25 oC. Η κόλλα απλώνεται με μια ξύλινη ή ατσάλινη μικρή σπάτουλα, ή ένα μικρό πινέλο, στην επιφάνεια που θα κολληθεί, σε όσο το δυνατό πιο λεπτή και ομοιόμορφη στρώση. Ένα μικρό ηλεκτρικό σίδερο, σε χαμηλή θερμοκρασία που να μην μπορεί να κάψει το ξύλο του οργάνου (η θέση του θερμοστάτη για τα μάλλινα υφάσματα είναι η κατάλληλη), είναι πολύ χρήσιμο για την προθέρμανση των επιφανειών συγκόλλησης.
Αν κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της η κόλλα αρχίσει να πήζει, τότε αρκεί να τη νοτίσετε με λίγο ζεστό νερό του θερμοστατικού μπάνιου, χρησιμοποιώντας ένα πινελάκι. Η ψαρόκολλα που θα χυθεί κατά λάθος ή θα μαζευτεί στις ενώσεις μπορεί να καθαριστεί εύκολα με ένα πανάκι μουσκεμένο στο ζεστό νερό του υδατόλουτρου. Μετά τη χρήση της, αφήνουμε την κόλλα να κρυώσει εντελώς και να στερεοποιηθεί, σκεπάζουμε το βαζάκι και το βάζουμε στο ψυγείο. Εκεί μπορεί να διατηρηθεί για μερικούς μήνες και να χρησιμοποιηθεί ξανά και ξανά χωρίς κανένα πρόβλημα.
Οι αλειφατικές ρητίνες (κίτρινη υδατοδιαλυτή ξυλόκολλα) είναι κατάλληλες επίσης για την οργανοποιία. Έχουν το προσόν της ευκολίας στη χρήση καθώς δεν χρειάζονται προθέρμανση, παρέχουν μεγαλύτερο χρόνο εργασίας (μικρότερη ταχύτητα πήξης) και είναι πιο ανθεκτικές στην υγρασία. Έχουν και αυτές το προσόν ότι είναι υδατοδιαλυτές και επιτρέπουν τον αποτελεσματικό καθαρισμό του οργάνου αμέσως μετά το κόλλημα με ένα βρεγμένο πανάκι. Το βασικό μειονέκτημά τους είναι ότι δεν είναι απόλυτα αναστρέψιμες όπως η ψαρόκολλα. Δεν γνωρίζουμε επίσης τη διάρκειά τους στο χρόνο.
Η πιο γνωστή τέτοια κόλλα, που θεωρείται και η καλύτερη, είναι η Titebond της Franklin η οποία παράγεται στις ΗΠΑ. Είναι μια κόλλα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συγκόλληση μερών που δεν προβλέπεται να χρειαστεί παρέμβαση, όπως π.χ. στη συγκόλληση κεφαλής με σκάφος ή στη συγκόλληση των δύο τεμαχών ξύλου του σκάφους αν αυτό κατασκευαστεί έτσι. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση του καπακιού και της γλώσσας, όπου υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χρειαστεί παρέμβαση στο κοντινό ή απώτερο μέλλον. Καλό είναι επίσης να αποφεύγεται στη συγκόλληση των δύο τεμαχών ξύλου για το καπάκι, αν αυτό κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο, καθώς η ψαρόκολλα θεωρείται ότι ηχητικά συμπεριφέρεται καλύτερα.
Οι εποξικές κόλλες δύο συστατικών (ρητίνη και σκληρυντής) δεν ενδείκνυνται για το κόλλημα λειτουργικών μερών του οργάνου. Χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για την εμφύτευση των ένθετων και για την κάλυψη μικρών κενών και ατελειών (διάκενα, ρόζοι) ως ένα είδος στόκου. Οι διαφανείς ρητίνες μπορούν να χρωματιστούν στον ίδιο τόνο του ξύλου του οργάνου προσθέτοντας ένα μικρό μέρος λεπτής σκόνης του ίδιου ξύλου. Οι ταχείας πήξης ρητίνες (5 λεπτά) είναι κατάλληλες μόνο για πολύ μικρές παρεμβάσεις. Οι πιο αργές ρητίνες δίνουν μεγαλύτερο χρόνο εργασίας, απαραίτητο ειδικά στα ένθετα, και υπάρχει η εκτίμηση ότι διαρκούν περισσότερο στο χρόνο. Υπάρχει βέβαια πάντα η εναλλακτική λύση της χρήσης της πυκνής ψαρόκολλας, την οποία εφάρμοζαν οι παλαιοί οργανοποιοί.
Οι κυανοακριλικές κόλλες, ιδιαίτερα ρευστές, πολύ ισχυρές και με πολύ μεγάλη ταχύτητα πήξης (λίγα δευτερόλεπτα) έχουν πολύ περιορισμένη χρήση στην οργανοποιία. Η μόνη ίσως ενδεδειγμένη χρήση τους είναι η πλήρωση πολύ λεπτών – τριχοειδών- ρωγμών του ξύλου πριν και κατά την κατασκευή του οργάνου. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατ' εξαίρεση για επιδιόρθωση τριχοειδών ρωγμών σε καπάκι και σκάφος παλαιών οργάνων, αρκεί να μην διοχετευτούν στη διεπιφάνεια σκάφους – καπακιού, γιατί τότε αποκλείεται οποιαδήποτε δυνατότητα επιδιορθωτικής επέμβασης με ξεκόλλημα χωρίς να καταστραφεί το καπάκι. Σε μορφή ζελέ, ενδείκνυνται για την τοποθέτηση ένθετων. Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά την χρήση, καθώς είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες τόσο στο να κολληθεί το δέρμα των δακτύλων με αντικείμενα ή μεταξύ του, όσο και λόγω των έντονα τοξικών αναθυμιάσεων κατά την χρήση και πήξη. Οι αναθυμιάσεις από τις εποξικές ρητίνες είναι επίσης επικίνδυνες, αν και λιγότερο από τις κυανοακριλικές κόλλες.