Αφού επιλεγεί το ξύλο, πλανίζουμε και επιπεδώνουμε και τις δύο επιφάνειες του. Αν υπάρχουν δύο κομμάτια ξύλου πλανίζουμε και επιπεδώνουμε και την επιφάνεια συγκόλλησης. Φροντίζουμε ώστε το επίπεδο της επιφάνειας συγκόλλησης να είναι απόλυτα κάθετο σε αυτό της κάτω επιφάνειας, ώστε να επιτευχθεί μια σωστή συνάρμοση στην κόλληση.
Χρησιμοποιώντας το ίδιο στάμπο με βάση το οποίο σχεδιάστηκε το σκάφος, σχεδιάζεται το περίγραμμα του καπακιού, με μολύβι μαραγκού. Στη συνέχεια ξακρίζεται στην κορδέλα, αφήνοντας ένα περιθώριο ασφαλείας 2-3 χιλιοστών. Στο επάνω και κάτω άκρο αφήνουμε δεξιά και αριστερά αρκετό ξύλο που θα μας χρησιμεύσει για να σταθεροποιούμε το ξύλο στον πάγκο με τους σφικτήρες κατά τη μορφοποίηση.
Η επόμενη εργασία είναι ο σχεδιασμός των ισοϋψών και ισοβαθών του καπακιού με τη βοήθεια του στάμπο, που εκτελείται με τον ίδιο τρόπο που περιγράφηκε ήδη για το σκάφος.
Η διαμόρφωση του καπακιού ξεκινάει όπως και στο σκάφος με το άδειασμα του εσωτερικού του. Έχουμε ήδη αντιγράψει με σουβλί τις θέσεις των ισοβαθών και τα επάνω και κάτω όρια της επαφής καπακιού – σκάφους. Τώρα σχεδιάζουμε τον κεντρικό άξονα, σχεδιάζοντας με μολύβι τη γραμμή που ενώνει τις δύο οπές στήριξης.
Κατόπιν σχεδιάζουμε με μολύβι και χαράζουμε τα όρια του καμαριού. Στη συνέχεια σχεδιάζουμε τις ισοβαθείς, ενώνοντας με μολύβι τα ίχνη τους που αντιγράφηκαν από το στάμπο. Ο καθορισμός του πάχους γίνεται σε αυτή τη φάση με στόχο να καταλήξουμε μετά τη διαμόρφωση της εξωτερικής καμπυλότητας του καπακιού σε ένα καπάκι περίπου ισοπαχές στα 6 χλστ.
Αφού ανοιχθούν οι οπές κατά μήκος των ισοβαθών, προχωράμε στο άδειασμα με γλύφανα και κυρτά μαχαιράκια. Ξεκινάμε το σκάψιμο με φαρδύ γλύφανο, ακτινωτά, με κατεύθυνση από την περιφέρεια προς το κέντρο. Αυτή είναι μια κρίσιμη φάση γιατί τώρα πρέπει να αντιληφθούμε την κατάλληλη κατεύθυνση που πρέπει να δουλέψουμε, αυτή που είναι σύμφωνη με τα «νερά» του ξύλου.
Το καμάρι μπορεί επίσης να είναι πρόσθετο, μια λύση που αποτελεί τον κανόνα στα καπάκια του βιολιού και θεωρείται ορθότερη οργανοποιητικά. Σε αυτή την περίπτωση το καπάκι κατασκευάζεται με ομαλό πυθμένα και το καμάρι τοποθετείται στη συνέχεια, πάντα από το ίδιο ξύλο με ίνες και δακτυλίους ανάπτυξης παράλληλα με αυτά του καπακιού.
Η διαμόρφωση της εξωτερικής καμπυλότητας του καπακιού γίνεται με τον ίδιο τρόπο. Αφού ανοιχθούν οι οπές κατά μήκος των ισοϋψών, και αφαιρεθεί με το γλύφανο το πολύ ξύλο ώστε να φαίνεται ο πυθμένας των οπών, δουλεύοντας τώρα από το κέντρο προς την περιφέρεια, αφαιρούμε το επί πλέον ξύλο που είχε αφεθεί στα άκρα του καπακιού και χαράζουμε με το σχετικό εργαλείο στα πλάγια του καπακιού μία γραμμή σε ύψος 3 χλστ. από τη βάση του που θα είναι το όριο του πάχους του καπακιού εκεί.
Συνεχίζουμε τη μορφοποίηση με παστράγκολο, πλάνες, ξύστρες και κυρτά μαχαιράκια. Η τελική μορφοποίηση γίνεται με γυαλόχαρτο στο χέρι ή με μικρό παλμικό τριβείο, και καταλήγουμε στην τελική εξωτερική επιφάνεια του καπακιού.
Ακολουθεί η ρύθμιση του πάχους του καπακιού. Η διαδικασία σε γενικές γραμμές είναι ίδια με αυτή που έχει περιγραφεί παραπάνω για το σκάφος. Προσοχή απαιτείται ώστε οι οπές ελέγχου του πάχους να ανοίγονται κάθετα στην εξωτερική επιφάνεια του καπακιού, ιδιαίτερα στις περιοχές με τη μεγαλύτερη καμπυλότητα. Με κυρτά μαχαιράκια, μικροπλάνη και ξύστρες αφαιρείται το ξύλο ως το ίχνος της μύτης του τρυπανιού, και με ξύστρες κυρίως διαμορφώνεται ομαλή καθαρή επιφάνεια.
Κατόπιν προχωράμε στο ζύγισμα και τη μέτρηση των ιδιοσυχνοτήτων των κύριων τρόπων δόνησης του καπακιού. Το καπάκι σε αυτή τη φάση πρέπει να είναι 3-4 δέκατα του χιλιοστού παχύτερο από τις τελικές τιμές στόχο.
Ζυγίζουμε το καπάκι σε μία ζυγαριά ακρίβειας γραμμαρίου και σημειώνουμε την τιμή στο τετράδιό μας. Εκτελούμε στη συνέχεια τις μετρήσεις των χαμηλών ιδιοσυχνοτήτων δόνησης του καπακιού, όπως περιγράφεται στον τομέα «Ακουστική και οργανοποιία» και συγκρίνουμε αυτές τις τιμές με τις θεωρούμενες ως βέλτιστες. Κατά κανόνα απαιτείται περαιτέρω λέπτυνση του καπακιού. Αν οι τιμές Μ1, Μ2 και Μ5 έχουν αναλογική διαφορά από τις τιμές στόχο, προβαίνουμε σε όσο το δυνατόν ομοιόμορφη λέπτυνση όλου του καπακιού με ξύστρες ή γυαλόχαρτο, επεμβαίνοντας μόνο στην εσωτερική επιφάνεια. Αν είναι ιδιαίτερα υψηλές μόνο οι Μ1 και Μ2, τότε επεμβαίνουμε περισσότερο στην περιφέρεια και τα πάνω και κάτω άκρα, και λιγότερο έως καθόλου στο κεντρικό τμήμα. Αν προκύψει υψηλή μόνο η Μ5, τότε λεπταίνουμε κυρίως στο κεντρικό τμήμα και το καμάρι. Εάν σκοπεύουμε να ελέγξουμε ή να καταγράψουμε την τοπογραφία των περιοχών δόνησης με εικόνες Γκλάντνι πρέπει να το κάνουμε τώρα.
Η επόμενη εργασία είναι το άνοιγμα των ματιών στο καπάκι. Ο υπολογισμός του μεγέθους των ματιών γίνεται με βάση τον όγκο του ηχείου, χρησιμοποιώντας ορισμένους τύπους της Ακουστικής. Γνωρίζοντας τον όγκο του ηχείου και την τιμή της αέρινης συχνότητας που θέλουμε να προκύψει μπορεί να υπολογιστεί η επιφάνεια των ματιών του ηχείου. Η θεωρητική προσέγγιση, για πολλούς λόγους δεν συμπίπτει με τα εργαστηριακά αποτελέσματα. Στον τομέα «Διαθέσιμα αρχεία» υπάρχει ένα αρχείο υπολογισμού του μεγέθους των ματιών της λύρας σε διάφορα σχήματα, εισάγοντας τις τιμές του όγκου και της επιθυμητής αέρινης συχνότητας.
Για όσους κατασκευάζουν λύρες με το τυπικό μέγεθος όγκου των 1100-1200 κ.ε., και στοχεύουν μία τυπική τιμή αέρινης συχνότητας μεταξύ 310-340 Χερτς, μπορούν να ξεκινήσουν τη σχεδίαση των ματιών ως ημικύκλια ακτίνας 2,3 εκ. Αυτό κατά κανόνα θα χρειαστεί να το διευρύνουμε στο τελικό κούρδισμα του οργάνου κατά 1 ή 2 χλστ, για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Για τη σχεδίαση των ματιών είναι προτιμότερες οι απλές γεωμετρικές μέθοδοι. Σημειώνεται με μία ελαφριά μολυβιά κάθετη στον άξονα συμμετρίας του καπακιού και σε απόσταση 28,5 εκ. από τον πάνω καβαλάρη, ο κάθετος άξονας συμμετρίας των ματιών. Κατόπιν, επάνω σε αυτή τη γραμμή, σε απόσταση 12 χλστ. από τον κύριο άξονα συμμετρίας του καπακιού, με ένα διαβήτη ρυθμισμένο σε μήκος ακτίνας 23 χλστ. χαράζουμε τα όρια των δύο ματιών. Στη συνέχεια χαράζουμε την τομή με ένα νυστέρι ή ένα λεπτό πολύ κοφτερό μαχαιράκι.
Τώρα πρέπει να ζυγιστεί ξανά το καπάκι και να μετρηθούν οι ιδιοσυχνότητες Μ1 έως Μ5. Με βάση αυτές εκτιμάται αν χρειάζεται παρέμβαση στο πάχος του καπακιού για να καταλήξουμε σε συγκεκριμένα μεγέθη ιδιοσυχνοτήτων ή συντελεστών δυσκαμψίας. Σε αυτή τη φάση ελέγχουμε επίσης αν το κέντρο βάρος του καπακιού βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στη θέση τοποθέτησης του καβαλάρη. Αν όχι επεμβαίνουμε ανάλογα. Αφού καταγραφούν τα τελικά μεγέθη βάρους και ιδιοσυχνοτήτων ακολουθεί το κόλλημα του καπακιού στο σκάφος.
Πριν από το κόλλημα του καπακιού στο σκάφος, πρέπει να εφαρμοστεί στο εσωτερικό του αντηχείου και του καπακιού το λευκό βερνίκι (βλέπε στον τομέα «Υλικά»). Οι επιφάνειες που θα καλυφθούν με το λευκό βερνίκι πρέπει να είναι απόλυτα λείες και συμπαγοποιημένες. Εφαρμόζουμε το λευκό βερνίκι με ένα πλατύ και λεπτό πινέλο. Αφού αφεθεί το βερνίκι να στεγνώσει για τουλάχιστον 24 ώρες, τρίβουμε ελαφρά τις επιφάνειες συγκόλλησης και μπορεί να γίνει το κόλλημα.
Για το κόλλημα θα χρειαστούν: οι πύροι άρμοσης καπακιού-σκάφους, ένα ηλεκτρικό σίδερο, μία θερμαντική πλάκα, ένα υδατόλουτρο, η ψαρόκολλα, ένα ξύλινο ή γυάλινο ραβδάκι ανάδευσης, ένα κομμάτι βαμβακερό πανί, και τέλος μερικά μέτρα ελαστικός ιμάντας από σαμπρέλα μοτοποδηλάτου.
Τοποθετούμε το γυάλινο βάζο με την ψαρόκολλα που έχουμε ήδη ετοιμάσει στο υδατόλουτρο, προσέχοντας να βάλουμε νερό τόσο ώστε το βάζο μόλις να μην επιπλέει, και ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία της θερμαντικής πλάκας στους 58-60 βαθμούς. Περιμένουμε να ρευστοποιηθεί η κόλλα και ελέγχουμε αν είναι αρκετά λεπτόρρευστη, όπως χρειάζεται για το κόλλημα του καπακιού. Στη συνέχεια θερμαίνουμε τις επιφάνειες συγκόλλησης με το ηλεκτρικό σίδερο ρυθμισμένο στη θέση των μάλλινων ρούχων. Απλώνουμε κατόπιν, πολύ γρήγορα, ένα πρώτο λεπτό στρώμα κόλλας και στις δύο επιφάνειες, ένα δεύτερο λίγο παχύτερο στη συνέχεια, και τοποθετούμε το καπάκι επάνω στο σκάφος, σταθεροποιώντας το με τους πύρους στην επάνω και κάτω άκρη.
Η επιφάνεια συγκόλλησης πιέζεται απαλά, αφαιρείται η κόλλα που έχει τρέξει στα χείλη του ηχείου με το πανάκι βρεγμένο στο ζεστό νερό του υδατόλουτρου, και δένεται το ηχείο με τον ελαστικό ιμάντα, χωρίς να ασκείται πολύ πίεση και φροντίζοντας να καλύπτεται όλο το μήκος του χείλους του. Η κόλλα έχει στερεοποιηθεί σε λίγες ώρες, είναι όμως καλύτερα το σκάφος να παραμείνει δεμένο για 12 ώρες.